- ἐκραύγασε
- κραυγάζωbayaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραυγάζω — (AM κραυγάζω, Μ και κραυάζω) [κραυγή] 1. βγάζω κραυγή, φωνάζω δυνατά («ὅτι ὁ λαὸς ἐκραύγασε φωνῆ μεγάλη», ΠΔ) 2. (για σκύλο) γαβγίζω 3. (για κόρακα) κρώζω … Dictionary of Greek